3,274,873
edits
(Autenrieth) |
(18) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[καιρός]]): in the [[right]] [[place]], a [[fatal]] [[place]] [[for]] a [[wound]], Il. 8.84, Il. 4.185. (Il.) | |auten=([[καιρός]]): in the [[right]] [[place]], a [[fatal]] [[place]] [[for]] a [[wound]], Il. 8.84, Il. 4.185. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[καίριος]], -ία, -ον) [[καιρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται στην κατάλληλη [[στιγμή]], [[επίκαιρος]], [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]] («καίρια [[επέμβαση]]»)<br /><b>2.</b> (για [[πληγή]]) [[επικίνδυνος]], [[θανατηφόρος]], [[θανάσιμος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καίριο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μέρος]] ή όργανο του σώματος που [[είναι]] περισσότερο ευαίσθητο και του οποίου ο [[τραυματισμός]] μπορεί να αποβεί [[θανατηφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει θεμελιώδη [[σημασία]], [[βασικός]], [[κρίσιμος]], [[σημαντικός]], [[κεφαλαιώδης]], [[αποφασιστικός]] («τα καίρια προβλήματα της εποχής μας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μέ έθιξε στα καίρια» ή «μέ προσέβαλε στα καίρια» — μέ προσέβαλε με τρόπο που τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την [[αξιοπρέπεια]] και τη [[φιλοτιμία]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καίριον</i><br />η κατάλληλη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαρκεί [[παρά]] μικρό μόνο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[εφήμερος]]<br /><b>2.</b> το αρχικό [[μέρος]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ καίρια</i><br />i) επίκαιρες περιστάσεις, ευκαιρίες<br />ii) ξαφνικές δυσκολίες, ανάγκες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πρὸς τὸ καίριον» — στην κατάλληλη [[στιγμή]], επίκαιρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καιρίως</i> και <i>καίρια</i> (AM καιρίως)<br /><b>1.</b> την κατάλληλη [[στιγμή]], επίκαιρα<br /><b>2.</b> θανάσιμα, θανατηφόρα. | |||
}} | }} |