καταπυρίζω: Difference between revisions

19
(6_23)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπῠρίζω''': καὶ ποιητ. [[τύπος]] [[καππυρίζω]], καταπυρακτῶ, [[κατακαίω]].
|lstext='''καταπῠρίζω''': καὶ ποιητ. [[τύπος]] [[καππυρίζω]], καταπυρακτῶ, [[κατακαίω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπυρίζω]] και ποιητ. τ. [[καππυρίζω]] (Α) [[κατάπυρος]]<br />[[κατακαίω]].
}}
}}