καταπυρίζω

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῠρίζω Medium diacritics: καταπυρίζω Low diacritics: καταπυρίζω Capitals: ΚΑΤΑΠΥΡΙΖΩ
Transliteration A: katapyrízō Transliteration B: katapyrizō Transliteration C: katapyrizo Beta Code: katapuri/zw

English (LSJ)

v. καππυρίζω.

German (Pape)

[Seite 1373] anzünden, Theocr. 2, 24, καππτρίσασα, l. d.

Russian (Dvoretsky)

καταπυρίζω: = καππυρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῠρίζω: καὶ ποιητ. τύπος καππυρίζω, καταπυρακτῶ, κατακαίω.

Greek Monolingual

καταπυρίζω και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) κατάπυρος
κατακαίω.

Greek Monotonic

καταπῠρίζω: βλ. καππυρίζω.