κηλωνεύω: Difference between revisions

20
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλωνεύω''': ὑψώνω, ἀνυψώνω ὡς διὰ κήλωνος, Ἱέρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ.
|lstext='''κηλωνεύω''': ὑψώνω, ἀνυψώνω ὡς διὰ κήλωνος, Ἱέρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηλωνεύω]] (Α)<br />[[αναρτώ]] από κηλώνειο ή από άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλων]], με τη σημ. «μακρύ ξύλινο [[δοκάρι]]»].
}}
}}