3,249,333
edits
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηλωνεύω''': ὑψώνω, ἀνυψώνω ὡς διὰ κήλωνος, Ἱέρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. | |lstext='''κηλωνεύω''': ὑψώνω, ἀνυψώνω ὡς διὰ κήλωνος, Ἱέρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηλωνεύω]] (Α)<br />[[αναρτώ]] από κηλώνειο ή από άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλων]], με τη σημ. «μακρύ ξύλινο [[δοκάρι]]»]. | |||
}} | }} |