3,277,002
edits
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[κατεῖπα]]. | |btext=v. [[κατεῖπα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κατεῑπον και κατεῑπα (Α)<br />(χρησιμοποιείται ως αόρ. β' του [[καταγορεύω]])<br /><b>1.</b> (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) [[κατηγορώ]], [[καταγγέλλω]] κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[αναφέρω]], [[ανακοινώνω]], [[καταγγέλλω]], [[προδίνω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[λέγω]] [[κάτι]] [[φανερά]], [[φανερώνω]], [[διακηρύσσω]]<br /><b>4.</b> [[λέγω]], [[δηλώνω]], [[διηγούμαι]], [[αφηγούμαι]]<br /><b>5.</b> [[απαριθμώ]], [[συγκαταριθμώ]], [[συγκαταλέγω]] («εἰ φύλλα [[πάντα]] δένδρων ἐπίστασαι κατειπεῑν», Ανακρ.). | |||
}} | }} |