ἐπιγιγνώσκω: Difference between revisions

13
(Autenrieth)
(13)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. subj. [[ἐπιγνώῃ]], -γνώωσι: [[mark]], recognize, Od. 18.30, Od. 24.217.
|auten=aor. subj. [[ἐπιγνώῃ]], -γνώωσι: [[mark]], recognize, Od. 18.30, Od. 24.217.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιγιγνώσκω]] (AM) [[γιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] καλύτερα, περισσότερο από [[πριν]] («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν»<br />«[[ὅπως]] [[μήτηρ]] σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακαλύπτω]], [[διακρίνω]] («κἄπειτ' ἐπιγνοὺς [[ἔργον]] οὐ καταίσιον ὤμωξεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]] ([[συνήθως]] μια [[ευεργεσία]])<br /><b>4.</b> [[γνωρίζω]] [[κάτι]] εκ τών υστέρων<br /><b>5.</b> [[γνωρίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κάνω]] [[εκτίμηση]] κάποιου πράγματος (ζημιάς <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]], [[παρατηρώ]] («ἵνα πάντες [[ἐπιγνώωσι]] καὶ οἵδε μαρναμένους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> διατίθεμαι ευμενώς [[απέναντι]] σε κάποιον [[επειδή]] τον [[γνωρίζω]]<br />(«οὐδὲ ἐπιγνώσονται [[πρόσωπον]], οὐδὲ λήψονται δῶρα»)<br /><b>3.</b> (για δικαστή) [[κρίνω]], [[αποφασίζω]]<br /><b>4.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[επιδοκιμάζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>6.</b> (για οφειλές <b>κ.λπ.</b>) [[εγγυώμαι]], [[υπόσχομαι]]<br /><b>7.</b> [[αναλαμβάνω]] την [[εκτέλεση]] ή την [[παράδοση]] ενός πράγματος.
}}
}}