3,273,773
edits
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιγιγνώσκω]] (AM) [[γιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] καλύτερα, περισσότερο από [[πριν]] («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν»<br />«[[ὅπως]] [[μήτηρ]] σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακαλύπτω]], [[διακρίνω]] («κἄπειτ' ἐπιγνοὺς [[ἔργον]] οὐ καταίσιον ὤμωξεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]] ([[συνήθως]] μια [[ευεργεσία]])<br /><b>4.</b> [[γνωρίζω]] [[κάτι]] εκ τών υστέρων<br /><b>5.</b> [[γνωρίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κάνω]] [[εκτίμηση]] κάποιου πράγματος (ζημιάς <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]], [[παρατηρώ]] («ἵνα πάντες [[ἐπιγνώωσι]] καὶ οἵδε μαρναμένους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> διατίθεμαι ευμενώς [[απέναντι]] σε κάποιον [[επειδή]] τον [[γνωρίζω]]<br />(«οὐδὲ ἐπιγνώσονται [[πρόσωπον]], οὐδὲ λήψονται δῶρα»)<br /><b>3.</b> (για δικαστή) [[κρίνω]], [[αποφασίζω]]<br /><b>4.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[επιδοκιμάζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>6.</b> (για οφειλές <b>κ.λπ.</b>) [[εγγυώμαι]], [[υπόσχομαι]]<br /><b>7.</b> [[αναλαμβάνω]] την [[εκτέλεση]] ή την [[παράδοση]] ενός πράγματος. | |mltxt=[[ἐπιγιγνώσκω]] (AM) [[γιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] καλύτερα, περισσότερο από [[πριν]] («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν»<br />«[[ὅπως]] [[μήτηρ]] σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανακαλύπτω]], [[διακρίνω]] («κἄπειτ' ἐπιγνοὺς [[ἔργον]] οὐ καταίσιον ὤμωξεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]] ([[συνήθως]] μια [[ευεργεσία]])<br /><b>4.</b> [[γνωρίζω]] [[κάτι]] εκ τών υστέρων<br /><b>5.</b> [[γνωρίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κάνω]] [[εκτίμηση]] κάποιου πράγματος (ζημιάς <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]], [[παρατηρώ]] («ἵνα πάντες [[ἐπιγνώωσι]] καὶ οἵδε μαρναμένους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> διατίθεμαι ευμενώς [[απέναντι]] σε κάποιον [[επειδή]] τον [[γνωρίζω]]<br />(«οὐδὲ ἐπιγνώσονται [[πρόσωπον]], οὐδὲ λήψονται δῶρα»)<br /><b>3.</b> (για δικαστή) [[κρίνω]], [[αποφασίζω]]<br /><b>4.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[επιδοκιμάζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>6.</b> (για οφειλές <b>κ.λπ.</b>) [[εγγυώμαι]], [[υπόσχομαι]]<br /><b>7.</b> [[αναλαμβάνω]] την [[εκτέλεση]] ή την [[παράδοση]] ενός πράγματος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιγιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. [[τύπος]] -γῑνώσκω· μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐπ-έγνων</i>, Επικ. υποτ. γʹ πληθ. [[ἐπιγνώωσι]], παρακ. <i>ἐπέγνωκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]], [[γίνομαι]] [[μάρτυρας]], [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[γνωρίζω]] [[πάλι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· [[αναγνωρίζω]] ή [[επιδοκιμάζω]], [[εγκρίνω]] [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα επίσης, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], [[διακρίνω]], σε Αισχύλ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποφασίζω]], [[παίρνω]] την [[απόφαση]], [[κρίνω]], τι [[περί]] τινος, στον ίδ. | |||
}} | }} |