λάσανον: Difference between revisions

1,054 bytes added ,  29 September 2017
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />chaise percée, pot de chambre.<br />'''Étymologie:''' DELG nom d’instrument en -ανον, mais λασ- ?<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀμίς]], [[προχοΐς]].
|btext=ου (τό) :<br />chaise percée, pot de chambre.<br />'''Étymologie:''' DELG nom d’instrument en -ανον, mais λασ- ?<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀμίς]], [[προχοΐς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λάσανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (πολύ [[συχνά]] στον πληθ.) <i>τὰ [[λάσανα]]<br />[[τρίπολη]] [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούσαν τη [[χύτρα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) [[έδρα]] για [[αποπάτηση]], [[καθοίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -<i>ανον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έδρ</i>-<i>ανον</i>, <i>τρύπ</i>-<i>ανον</i>). Έχει αναχθεί σε ινδ. [[ρίζα]] <i>lndh</i>- και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>randh</i>- «[[μαγειρεύω]]» και αρχ. πρωσ. <i>landan</i> «[[φαγητό]], [[έδεσμα]]». Παραμένει όμως ανερμήνευτη στο [[θέμα]] του η [[παρουσία]] του -<i>σ</i>-].
}}
}}