λευκότριχος: Difference between revisions

23
(6_17)
(23)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκότριχος''': -ον, ἴδε ἐν λέξ. [[λευκόθριξ]].
|lstext='''λευκότριχος''': -ον, ἴδε ἐν λέξ. [[λευκόθριξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[λευκόθριξ]], -τριχος, ο, η (AM [[λευκότριχος]], -ον και [[λευκόθριξ]])<br />αυτός που έχει λευκές [[τρίχες]], [[ασπρομάλλης]].
}}
}}