λευκότριχος
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
λευκότρῐχος: gen. к λευκόθριξ.
Greek (Liddell-Scott)
λευκότριχος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. λευκόθριξ.
Greek Monolingual
-η, -ο και λευκόθριξ, -τριχος, ο, η (AM λευκότριχος, -ον και λευκόθριξ)
αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης.
Greek Monotonic
λευκότρῐχος: -ον, βλ. λευκόθριξ.
Middle Liddell
λευκό-τρῐχος, ον [v. λευκόθριξ.]