λευκοκέφαλος: Difference between revisions

23
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκοκέφᾰλος''': -ον, ἔχων λευκὴν κεφαλήν, Ἡσύχ.
|lstext='''λευκοκέφᾰλος''': -ον, ἔχων λευκὴν κεφαλήν, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκοκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λευκό]] [[κεφάλι]].
}}
}}