λιθοτόμος: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui coupe la pierre ; ὁ [[λιθοτόμος]] tailleur de pierre ; ὁ [[λιθοτόμος]], τὸ λιθοτόμον instrument de chirurgie pour la taille de la pierre.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui coupe la pierre ; ὁ [[λιθοτόμος]] tailleur de pierre ; ὁ [[λιθοτόμος]], τὸ λιθοτόμον instrument de chirurgie pour la taille de la pierre.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[τέμνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λιθοτόμος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λιθοτόμος]]<br />αυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, [[λατόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για τη [[θραύση]] λίθων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[κτίστης]]<br />β) [[χειρουργός]] που αφαιρούσε τους λίθους της κύστης<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιθοτόμον</i><br />[[είδος]] χειρουργικού εργαλείου για τη [[θραύση]] τών λίθων της ουροδόχου κύστεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δρυ</i>-[[τόμος]], <i>λα</i>-[[τόμος]].
}}
}}