3,258,211
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθοτόμος''': -ον, ὁ κόπτων λίθους· - [[λιθοτόμος]], ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ λιθοδόχος, ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11. ΙΙ. ὁ διὰ τομῆς ἐξάγων τὸν λίθον τῆς κύστεως, λιθοτόμον, τό, [[μάχαιρα]] πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60. | |lstext='''λῐθοτόμος''': -ον, ὁ κόπτων λίθους· - [[λιθοτόμος]], ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ λιθοδόχος, ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11. ΙΙ. ὁ διὰ τομῆς ἐξάγων τὸν λίθον τῆς κύστεως, λιθοτόμον, τό, [[μάχαιρα]] πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui coupe la pierre ; ὁ [[λιθοτόμος]] tailleur de pierre ; ὁ [[λιθοτόμος]], τὸ λιθοτόμον instrument de chirurgie pour la taille de la pierre.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[τέμνω]]. | |||
}} | }} |