3,253,944
edits
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[ᾰᾰ];<br /><b>1</b>. (ἡ) sorte de harpe à vingt cordes, dont dix à l’octave des autres, ATH. 14.634c;<br /><b>2</b>. (ὁ) <i>avec ou sans [[αὐλός]]</i>, sorte de flûte, ION, etc. (ATH. 14.634c, 182d).<br />'''Étymologie:''' [[μαγάς]]. DELG pê emprunt lydien. | |btext=[ᾰᾰ];<br /><b>1</b>. (ἡ) sorte de harpe à vingt cordes, dont dix à l’octave des autres, ATH. 14.634c;<br /><b>2</b>. (ὁ) <i>avec ou sans [[αὐλός]]</i>, sorte de flûte, ION, etc. (ATH. 14.634c, 182d).<br />'''Étymologie:''' [[μαγάς]]. DELG pê emprunt lydien. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάγαδις]], μαγάδιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> έγχορδο μουσικό όργανο, πιθ. λυδικής προελεύσεως, κατ' άλλους θρακικής, με τριγωνικό [[σχήμα]], που έμοιαζε με την [[άρπα]], είχε [[είκοσι]] χορδές χορδισμένες ανά ζεύγη [[κατά]] όγδοες, [[πράγμα]] που επέτρεπε τη [[συνήχηση]] της ογδόης<br /><b>2.</b> [[λυδικός]] [[αυλός]], [[πλαγίαυλος]] που παρήγε φθόγγο χαμηλό και υψηλό, [[βαρύ]] ή οξύ ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μάλλον πρόκειται για λυδικό [[δάνειο]]]. | |||
}} | }} |