ἄλεσμα: Difference between revisions

2
(6_5)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλεσμα''': -ατος, τό, = [[ἄλευρον]], Τζέτζ.
|lstext='''ἄλεσμα''': -ατος, τό, = [[ἄλευρον]], Τζέτζ.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[ἄλεσμα]]) [[ἀλῶ]]<br />αυτό που αλέστηκε, το [[προϊόν]] της άλεσης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να αλέθει [[κανείς]], η [[άλεση]]<br /><b>2.</b> αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί.
}}
}}