3,270,813
edits
(6_5) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλεσμα''': -ατος, τό, = [[ἄλευρον]], Τζέτζ. | |lstext='''ἄλεσμα''': -ατος, τό, = [[ἄλευρον]], Τζέτζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ [[ἄλεσμα]]) [[ἀλῶ]]<br />αυτό που αλέστηκε, το [[προϊόν]] της άλεσης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να αλέθει [[κανείς]], η [[άλεση]]<br /><b>2.</b> αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί. | |||
}} | }} |