ἅλλομαι: Difference between revisions

3
(T22)
(3)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[imperfect]] [[ἡλλόμην]]; aorist [[ἡλάμην]] and [[ἡλόμην]] ([[Alexander]] Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 108; (Winer s Grammar, 82 (79); Buttmann, 54 (47))); to [[leap]] (Latin salio): Rec. ἥλλετο; G L T Tr WH [[ἥλατο]]); to [[spring]] up, [[gush]] up, of [[water]], salire, Vergil ecl. 5,47; [[Suetonius]], Octav. 82). (Compare: [[ἐξάλλομαι]], [[ἐφάλλομαι]].)  
|txtha=[[imperfect]] [[ἡλλόμην]]; aorist [[ἡλάμην]] and [[ἡλόμην]] ([[Alexander]] Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 108; (Winer s Grammar, 82 (79); Buttmann, 54 (47))); to [[leap]] (Latin salio): Rec. ἥλλετο; G L T Tr WH [[ἥλατο]]); to [[spring]] up, [[gush]] up, of [[water]], salire, Vergil ecl. 5,47; [[Suetonius]], Octav. 82). (Compare: [[ἐξάλλομαι]], [[ἐφάλλομαι]].)  
}}
{{grml
|mltxt=[[ἅλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για έμψυχα και άψυχα) [[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι<br /><b>2.</b> [[υπερβαίνω]], [[υπερπηδώ]]<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[ξεπηδώ]], [[αντηχώ]]<br /><b>4.</b> (για [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, [[τρέμω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅλλομαι]] ἐπί τινι», [[εφορμώ]], επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Εφιάλτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ. που ανάγεται σε <i>ἅλ</i>-<i>jομαι</i> και συνδέεται ετυμολογικά με το λατ. <i>salio</i> «[[πηδώ]]» και πιθ. με το αρχ. εκκλ. σλαβικό <i>slβpati</i> «[[ἅλλομαι]]» και το σλοβένικο <i>slap</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>solpo</i>-) «[[καταρράκτης]], [[χείμαρρος]], μεγάλο [[κύμα]]». Στον Όμηρο παράλληλα [[προς]] τον τ. αορ. <i>ἥλατο</i> απαντούν οι τ. [[ἄλτο]], <i>ἄλμενος</i>, υποτ. <i>ἄλεται</i>, <i>ἄληται</i> με αιολική [[ψίλωση]]. Οι δε ομηρ. αόρ. <i>ἔπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἐφ</i>-[[άλλομαι]]) και <i>ἀν</i>-<i>έπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἀν</i>-<i>εφ</i>-[[άλλομαι]]) συνδέθηκαν με το ρ. [[πάλλω]], <i>πάλλομαι</i> «[[κραδαίνω]], [[σείω]], [[τινάζω]]», κι [[έτσι]] δημιουργήθηκε ο ποιητ. αόρ. [[πάλτο]] «[[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]]». Στην αττική διάλεκτο παράλληλα [[προς]] τον τ. [[ἅλλομαι]] χρησιμοποιήθηκε ο ρημ. τ. <i>πηδῶ</i> (-<i>άω</i>), ο [[οποίος]] και επικράτησε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλμα]], <i>ἁλτήρ</i>, [[ἁλτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἅλσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άλτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάλλομαι]], [[ἀφάλλομαι]], [[διάλλομαι]], [[εἰσάλλομαι]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἐφάλλομαι]], [[καθάλλομαι]], [[μεθάλλομαι]], [[προάλλομαι]], [[προσάλλομαι]], [[συνάλλομαι]], [[ὑπεράλλομαι]], [[ὑφάλλομαι]].
}}
}}