3,276,932
edits
(3) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για έμψυχα και άψυχα) [[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι<br /><b>2.</b> [[υπερβαίνω]], [[υπερπηδώ]]<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[ξεπηδώ]], [[αντηχώ]]<br /><b>4.</b> (για [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, [[τρέμω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅλλομαι]] ἐπί τινι», [[εφορμώ]], επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Εφιάλτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ. που ανάγεται σε <i>ἅλ</i>-<i>jομαι</i> και συνδέεται ετυμολογικά με το λατ. <i>salio</i> «[[πηδώ]]» και πιθ. με το αρχ. εκκλ. σλαβικό <i>slβpati</i> «[[ἅλλομαι]]» και το σλοβένικο <i>slap</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>solpo</i>-) «[[καταρράκτης]], [[χείμαρρος]], μεγάλο [[κύμα]]». Στον Όμηρο παράλληλα [[προς]] τον τ. αορ. <i>ἥλατο</i> απαντούν οι τ. [[ἄλτο]], <i>ἄλμενος</i>, υποτ. <i>ἄλεται</i>, <i>ἄληται</i> με αιολική [[ψίλωση]]. Οι δε ομηρ. αόρ. <i>ἔπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἐφ</i>-[[άλλομαι]]) και <i>ἀν</i>-<i>έπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἀν</i>-<i>εφ</i>-[[άλλομαι]]) συνδέθηκαν με το ρ. [[πάλλω]], <i>πάλλομαι</i> «[[κραδαίνω]], [[σείω]], [[τινάζω]]», κι [[έτσι]] δημιουργήθηκε ο ποιητ. αόρ. [[πάλτο]] «[[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]]». Στην αττική διάλεκτο παράλληλα [[προς]] τον τ. [[ἅλλομαι]] χρησιμοποιήθηκε ο ρημ. τ. <i>πηδῶ</i> (-<i>άω</i>), ο [[οποίος]] και επικράτησε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλμα]], <i>ἁλτήρ</i>, [[ἁλτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἅλσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άλτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάλλομαι]], [[ἀφάλλομαι]], [[διάλλομαι]], [[εἰσάλλομαι]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἐφάλλομαι]], [[καθάλλομαι]], [[μεθάλλομαι]], [[προάλλομαι]], [[προσάλλομαι]], [[συνάλλομαι]], [[ὑπεράλλομαι]], [[ὑφάλλομαι]]. | |mltxt=[[ἅλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για έμψυχα και άψυχα) [[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι<br /><b>2.</b> [[υπερβαίνω]], [[υπερπηδώ]]<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[ξεπηδώ]], [[αντηχώ]]<br /><b>4.</b> (για [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, [[τρέμω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅλλομαι]] ἐπί τινι», [[εφορμώ]], επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Εφιάλτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ. που ανάγεται σε <i>ἅλ</i>-<i>jομαι</i> και συνδέεται ετυμολογικά με το λατ. <i>salio</i> «[[πηδώ]]» και πιθ. με το αρχ. εκκλ. σλαβικό <i>slβpati</i> «[[ἅλλομαι]]» και το σλοβένικο <i>slap</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>solpo</i>-) «[[καταρράκτης]], [[χείμαρρος]], μεγάλο [[κύμα]]». Στον Όμηρο παράλληλα [[προς]] τον τ. αορ. <i>ἥλατο</i> απαντούν οι τ. [[ἄλτο]], <i>ἄλμενος</i>, υποτ. <i>ἄλεται</i>, <i>ἄληται</i> με αιολική [[ψίλωση]]. Οι δε ομηρ. αόρ. <i>ἔπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἐφ</i>-[[άλλομαι]]) και <i>ἀν</i>-<i>έπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἀν</i>-<i>εφ</i>-[[άλλομαι]]) συνδέθηκαν με το ρ. [[πάλλω]], <i>πάλλομαι</i> «[[κραδαίνω]], [[σείω]], [[τινάζω]]», κι [[έτσι]] δημιουργήθηκε ο ποιητ. αόρ. [[πάλτο]] «[[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]]». Στην αττική διάλεκτο παράλληλα [[προς]] τον τ. [[ἅλλομαι]] χρησιμοποιήθηκε ο ρημ. τ. <i>πηδῶ</i> (-<i>άω</i>), ο [[οποίος]] και επικράτησε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλμα]], <i>ἁλτήρ</i>, [[ἁλτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἅλσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άλτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάλλομαι]], [[ἀφάλλομαι]], [[διάλλομαι]], [[εἰσάλλομαι]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἐφάλλομαι]], [[καθάλλομαι]], [[μεθάλλομαι]], [[προάλλομαι]], [[προσάλλομαι]], [[συνάλλομαι]], [[ὑπεράλλομαι]], [[ὑφάλλομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἅλλομαι:''' (√<i>ΑΛ</i>, Λατ. SAL-io)· παρατ. [[ἡλλόμην]], μέλ. [[ἁλοῦμαι]], Δωρ. <i>ἁλεῦμαι</i>, αόρ. αʹ [[ἡλάμην]], μτχ. [[ἁλάμενος]] (η πρώτη συλλ. [[μακρά]])· αόρ. βʹ [[ἡλόμην]], γʹ ενικ. υποτ. [[ἅληται]] [ᾰ], Επικ. [[ἅλεται]]· ευκτ. [[ἁλοίμην]], απαρ. [[ἁλέσθαι]], μτχ. [[ἁλόμενος]] [ᾰ]· επίσης βʹ και γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ [[ἆλσο]], [[ἆλτο]], μτχ. [[ἄλμενος]] (που έχουν [[ψιλή]]), [[πηδώ]], εκτινάσσομαι, [[σκιρτώ]], λέγεται για ζωντανά πλάσματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για πράγματα, [[ἆλτο]] [[ὀϊστός]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το [[μάτι]], «πάλλομαι», κινούμαι, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |