ἀνίδρυτος: Difference between revisions

4
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀνίδρῡτος) v. [[ἀΐδρυτος]].
|dgtxt=(ἀνίδρῡτος) v. [[ἀΐδρυτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίδρυτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ανιδρυθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αΐδρυτος.
}}
}}