ἀνίδρυτος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ἀνίδρυτον (v. ἀΐδρυτος), unsettled, unstable, with no fixed abode, Ph.2.451, Dam.Pr.413.
German (Pape)
[Seite 236] 1) nicht festgestellt, rastlos, δρόμοι Eur. I. T. 941; καὶ ἀνέστιος Plut. fac. orb. lun. 11. Dah. unbeständig, veränderlich, γνώμη Phil. – 2) keinem Menschen Stand haltend, menschenfeindlich, vgl. ἀΐδρυτος, Dem. neben ἄμικτος 25, 52, Schol. ἀνεξίλαστος.
Spanish (DGE)
(ἀΐδρῡτος) -ον
• Alolema(s): tb. ἀνίδρῡτος E.IT 971
1 sin hogar, errante, vagabundo de pers. Τίμων ἦν τις ἀ. Ar.Lys.809, cf. D.25.52, Poll.6.130, ἄοικοι καὶ ἀνίδρυτοι μετὰ τέκνων πλανῶνται καὶ γυναικῶν Plu.TG 9
•fig. de abstr. οἰκοῦσιν φεύγοντες, ἀΐδρυτον κακὸν ἄλλοις viven desterrados, desgracia errante para otros Cratin.224, δρόμοι ἀνίδρυτοι de la persecución de las Erinis, E.l.c.
•sin sede, sin lugar τὸ οὐκ ὄν Clem.Al.Strom.7.5.28, νῆσος ἀΐδρυτος = isla flotante D.H.1.15.
2 inestable τὸ ἀνίδρυτον τῆς γνώμης Ph.2.112, ψυχή Ph.2.216
•del tiempo irregular Ruf.Interrog.12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 vagabond;
2 instable, chancelant;
3 capricieux, insociable.
Étymologie: ἀ, ἱδρύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀΐδρυτος -ον [ἀ-, ἱδρύω zonder vaste verblijfplaats, zwervend.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίδρῡτος:
1 неоседлый, бродячий, скитальческий (δρόμοι Eur.; ἄοικος καὶ ἀ. Plut.);
2 необщительный; неуживчивый (ἄσπειστος καὶ ἀ. Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίδρῡτος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἀΐδρυτος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίδρυτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ανιδρυθεί
αρχ.
αΐδρυτος.