αὐτόνομος: Difference between revisions

7
(big3_7)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se rige por sus propias leyes]], [[independiente]], [[autónomo]], [[αὐτόνομος]] ζῶσα μόνη δὴ θνατῶν Ἀΐδαν καταβήσει S.<i>Ant</i>.821, muy frec. en usos pred., de ciu. y pueblos, Hdt.1.96, 1.144, Th.1.67, 97, 113, 2.16, Hp.<i>Aër</i>.16, 25, op. [[ἐλεύθερος]] <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.43.10 (IV a.C.), Plb.4.27.5, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3301.5 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> de ganado [[que pace en libertad]], <i>AP</i> 7.8 (Antip.Sid.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se rige por sus propias leyes]], [[independiente]], [[autónomo]], [[αὐτόνομος]] ζῶσα μόνη δὴ θνατῶν Ἀΐδαν καταβήσει S.<i>Ant</i>.821, muy frec. en usos pred., de ciu. y pueblos, Hdt.1.96, 1.144, Th.1.67, 97, 113, 2.16, Hp.<i>Aër</i>.16, 25, op. [[ἐλεύθερος]] <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.43.10 (IV a.C.), Plb.4.27.5, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3301.5 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> de ganado [[que pace en libertad]], <i>AP</i> 7.8 (Antip.Sid.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόνομος]], -ον)<br />αυτός ([[άνθρωπος]] ή [[τόπος]]) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο [[ίδιος]], [[αυτοκυβέρνητος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυτοτελής]], [[αυτοδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> <i>το αυτόνομον</i> ή «αυτόνομη Εκκλησία» — [[καθεστώς]] κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει πλήρη διοικητική [[ανεξαρτησία]] στην [[εκλογή]] και [[χειροτονία]] των αρχιερέων της [[αλλά]] η [[χειροτονία]] του αρχιεπισκόπου γίνεται ή επικυρώνεται από τον οικείο πατριάρχη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που τριγυρίζει ελεύθερα στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εύνομος]], [[ισόνομος]])].
}}
}}