Anonymous

αὐτόνομος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόνομος]], -ον)<br />αυτός ([[άνθρωπος]] ή [[τόπος]]) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο [[ίδιος]], [[αυτοκυβέρνητος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυτοτελής]], [[αυτοδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> <i>το αυτόνομον</i> ή «αυτόνομη Εκκλησία» — [[καθεστώς]] κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει πλήρη διοικητική [[ανεξαρτησία]] στην [[εκλογή]] και [[χειροτονία]] των αρχιερέων της [[αλλά]] η [[χειροτονία]] του αρχιεπισκόπου γίνεται ή επικυρώνεται από τον οικείο πατριάρχη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που τριγυρίζει ελεύθερα στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εύνομος]], [[ισόνομος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόνομος]], -ον)<br />αυτός ([[άνθρωπος]] ή [[τόπος]]) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο [[ίδιος]], [[αυτοκυβέρνητος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυτοτελής]], [[αυτοδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> <i>το αυτόνομον</i> ή «αυτόνομη Εκκλησία» — [[καθεστώς]] κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει πλήρη διοικητική [[ανεξαρτησία]] στην [[εκλογή]] και [[χειροτονία]] των αρχιερέων της [[αλλά]] η [[χειροτονία]] του αρχιεπισκόπου γίνεται ή επικυρώνεται από τον οικείο πατριάρχη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που τριγυρίζει ελεύθερα στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εύνομος]], [[ισόνομος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόνομος:''' -ον ([[νέμομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ζει [[κάτω]] από τους δικούς του κανόνες, [[ανεξάρτητος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[θέληση]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που τρέφεται και περιφέρεται κατά [[βούληση]], σε Ανθ.
}}
}}