3,273,404
edits
(6_10) |
(7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος [[βοῦς]], Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D. | |lstext='''βοηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος [[βοῦς]], Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βοηλατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> όποιος ανήκει στον βοηλάτη<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[βουκόλος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[βοηλατική]]<br />η [[τέχνη]] του βοηλάτη. | |||
}} | }} |