βοηλατικός: Difference between revisions

7
(6_10)
(7)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος [[βοῦς]], Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D.
|lstext='''βοηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος [[βοῦς]], Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D.
}}
{{grml
|mltxt=[[βοηλατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> όποιος ανήκει στον βοηλάτη<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[βουκόλος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[βοηλατική]]<br />η [[τέχνη]] του βοηλάτη.
}}
}}