γαλανός: Difference between revisions

7
(b)
 
(7)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] dor. für [[γαλήνη]], [[γαληνός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] dor. für [[γαλήνη]], [[γαληνός]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξάστερου ουρανού ή της ήρεμης θάλασσας<br /><b>2.</b> ο [[γαλανομάτης]]<br /><b>3.</b> [[λευκός]], [[άσπρος]] σαν το [[γάλα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>γαλανό</i>, <i>το</i><br />το [[ζαφείρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανώς <span style="color: red;"><</span> <b>(βυζ.)</b> <i>καλανός</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[καλάινος]] «αυτός που έχει [[χρώμα]] γαλάζιο ανοιχτό έως [[λευκό]]». Κατ' άλλους πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. [[γάλα]].———————— <b>(II)</b><br />[[γαλανός]], -ή, -όν (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />ο [[γαληνός]].
}}
}}