3,274,216
edits
(T21) |
(9) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=δεσμοῦ, ὁ ([[δέω]]) (from [[Homer]] [[down]]), a [[band]] or [[bond]]: ἐλύθη ὁ [[δεσμός]] τῆς γλώσσης [[αὐτοῦ]], i. e. the [[impediment]] in his [[speech]] [[was]] removed); λυθῆναι [[ἀπό]] [[τοῦ]] δεσμοῦ, of a [[woman]] bowed [[together]], held fasces it were by a [[bond]]). The plural [[form]] τά [[δεσμά]] the [[more]] [[common]] [[form]] in Greek writers (Winer s Grammar, 63 (62) (cf. Buttmann, 23 (21); [[see]] [[below]])), is [[found]] in οἱ δεσμοί in [[ὥστε]] [[τούς]] δεσμούς μου φανερούς ἐν Χριστῷ [[γενέσθαι]], so [[that]] my [[captivity]] became [[manifest]] as made for the [[cause]] of Christ) ("[[δεσμά]] sunt vincula quibus quis constringitur, sed [[δεσμός]] est in carcerem conjectio et captivitas in vinculis ... Utraque forma et ceteri Graeci omnes et Attici utuntur, sed non promiscue ut [[inter]] se permutari possint." Cobet as quoted in Rutherford, New Phryn., p. 353); the genitive and dative in R Tr marginal [[reading]]; ἐν τοῖς δεσμοῖς [[τοῦ]] εὐαγγελίου, in the [[captivity]] [[into]] [[which]] the preaching of the gospel has thrown me, Winer's Grammar, 189 (178); cf. [[reference]] [[under]] the [[word]] [[δέσμιος]], at the [[end]]). | |txtha=δεσμοῦ, ὁ ([[δέω]]) (from [[Homer]] [[down]]), a [[band]] or [[bond]]: ἐλύθη ὁ [[δεσμός]] τῆς γλώσσης [[αὐτοῦ]], i. e. the [[impediment]] in his [[speech]] [[was]] removed); λυθῆναι [[ἀπό]] [[τοῦ]] δεσμοῦ, of a [[woman]] bowed [[together]], held fasces it were by a [[bond]]). The plural [[form]] τά [[δεσμά]] the [[more]] [[common]] [[form]] in Greek writers (Winer s Grammar, 63 (62) (cf. Buttmann, 23 (21); [[see]] [[below]])), is [[found]] in οἱ δεσμοί in [[ὥστε]] [[τούς]] δεσμούς μου φανερούς ἐν Χριστῷ [[γενέσθαι]], so [[that]] my [[captivity]] became [[manifest]] as made for the [[cause]] of Christ) ("[[δεσμά]] sunt vincula quibus quis constringitur, sed [[δεσμός]] est in carcerem conjectio et captivitas in vinculis ... Utraque forma et ceteri Graeci omnes et Attici utuntur, sed non promiscue ut [[inter]] se permutari possint." Cobet as quoted in Rutherford, New Phryn., p. 353); the genitive and dative in R Tr marginal [[reading]]; ἐν τοῖς δεσμοῖς [[τοῦ]] εὐαγγελίου, in the [[captivity]] [[into]] [[which]] the preaching of the gospel has thrown me, Winer's Grammar, 189 (178); cf. [[reference]] [[under]] the [[word]] [[δέσμιος]], at the [[end]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[δεσμός]])<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] ([[σκοινί]], [[ταινία]], [[λουρί]]) με το οποίο δένεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σύνδεσμος]], [[σχέση]] αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας»)<br /><b>3.</b> ο [[κόμπος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ο Γόρδιος [[δεσμός]]» — [[κόμπος]] τόσο [[σφιχτός]] και [[περίπλοκος]] που ήταν αδύνατο να λυθεί<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα [[δεσμά]]<br />α) αλυσίδες ή σκοινιά με τα οποία έδεναν κρατουμένους, κατάδικους ή αιχμαλώτους<br />β) [[κάθε]] τι το οποίο δένει, καταναγκάζει κάποιον («τα [[δεσμά]] της σκλαβιάς», «ὁ δεσμὸς ή τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σκοινί]] με το οποίο δένεται το [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> το [[σκοινί]] που κρατάει δεμένο το ζώο, η [[φορβειά]]<br /><b>3.</b> ο [[ιμάντας]] της θύρας<br /><b>4.</b> ο [[κεφαλόδεσμος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δεσμὸς ἄρθρου» — [[αγκύλωση]]<br />β) «δεσμὸς γλώσσης» — [[γλωσσοδέτης]]<br />γ) «δεσμὸς ἀργυρίου» — το [[βαλάντιο]]<br />δ) «ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν» — ο [[δεσμοφύλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δω</i> (<i>δέω</i>) «[[δένω]]» <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>σμος</i>. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η λ. έχει διπλό πληθυντικό ήδη από την [[αρχαιότητα]]: <i>οι δεσμοί</i>, αρσ. γένους, και <i>τα [[δεσμά]], ουδ. γένους, πιθ. για σημασιολογική [[διαφοροποίηση]]. Με το [[δεσμά]] δηλ. δηλωνόταν το [[σύνολο]] τών οργάνων με τα οποία δέσμευαν, ενώ το <i>δεσμοί</i> είχε πιο αφηρημένη και γενική [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σταθμός]], <i>σταθμοί</i>, [[σταθμά]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δεσμεύω]], [[δέσμιος]], [[δεσμώ]] (-<i>έω</i>), [[δέσμωμα]], [[δεσμώνω]] (Α [[δεσμόω]], -<i>ω</i>), [[δεσμώτης]], [[δεσμωτήριο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δέσμιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[δεσμοφύλακας]] (Α -<i>αξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεσμόβροχος]], [[δεσμόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δεσμολύτης]], [[δεσμοφόρος]], [[δεσμόχειρ]]<br />(Β' συνθετικό) [[γονατόδεσμος]], [[επίδεσμος]], [[κατάδεσμος]], [[κεφαλόδεσμος]], [[κοιλιόδεσμος]], [[σιδηρόδεσμος]], [[στηθόδεσμος]], [[σύνδεσμος]], [[χειρόδεσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγκωνόδεσμος</i>, [[άδεσμος]], <i>αμπελόδεσμος αμφίδεσμος</i>, <i>ανάδεσμος</i>, [[απόδεσμος]], [[βαρύδεσμος]], [[διάδεσμος]], [[ένδεσμος]], [[εννεάδεσμος]], <i>ζευγλόδεσμος</i>, [[ζυγόδεσμος]], [[ιμαντόδεσμος]], [[ιππόδεσμος]], [[καρπόδεσμος]], [[κρήδεσμον]], <i>κροκόδεσμος</i>, [[κυνόδεσμος]], [[λινόδεσμος]], [[λυγόδεσμος]], [[μαστόδεσμος]], [[μιτρανάδεσμος]], <i>μονόδεσμος</i>, <i>οινόδεσμος</i>, [[ολιγοσύνδεσμος]], [[περίδεσμος]], [[πολύδεσμος]], [[πολυσύνδεσμος]], [[ποσίδεσμος]], [[προεπίδεσμος]], [[σκελόδεσμος]], [[στρωματόδεσμος]], [[σχηματόδεσμος]], [[σχοινόδεσμος]], [[τιαρόδεσμος]], [[τριχόδεσμος]], [[υπόδεσμος]], <i>χαλινόδεσμος</i>, [[ωρόδεσμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγκυρόδεσμος</i>, <i>ακρόδεσμος</i>, <i>αλυσόδεσμος</i>, [[δικτυόδεσμος]], <i>επιτονόδεσμος</i>, [[κηλεπίδεσμος]], [[κορακόδεσμος]], [[λαιμόδεσμος]], [[λυκόδεσμος]], [[ομφαλεπίδεσμος]], [[ομφαλόδεσμος]], [[περίδεσμος]], [[ποδόδεσμος]], [[σανιδόδεσμος]], [[σταυρόδεσμος]], [[τραχηλόδεσμος]]]. | |||
}} | }} |