3,274,216
edits
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[disolvente]], [[que descompone]] τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne</i> Pl.<i>Ti</i>.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan</i> Hp.<i>Aph</i>.3.5<br /><b class="num">•</b>medic. [[resolutivo]] [[δύναμις]] ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, [[δύναμις]] ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.<i>Inc</i>.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente</i>, <i>PMerton</i> 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción</i> op. τὰ γεννητικά Phld.<i>D</i>.3.9.38, cf. S.E.<i>M</i>.9.10, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.333.23, (φῶς) οὐσία δ. σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión</i> Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης δ. τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.<i>in de An</i>.101.6<br /><b class="num">•</b>subst. (ἡ) δ. [[descomposición]], [[disociación]], [[acción de deshacer]] τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas</i> Pl.<i>Plt</i>.281a.<br /><b class="num">2</b> como método fil. [[que descompone en partes]] ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico</i> Ammon.<i>in Porph</i>.37.1.<br /><b class="num">II</b> en rel. con la mediación<br /><b class="num">1</b> [[conciliador]] de pers. Phld.<i>Mus</i>.4.18.32.<br /><b class="num">2</b> jur. [[de conciliación]] en procesos de divorcio, testamentos, etc. [[ἔγγραφος]] δ. ὁμολογία <i>PMasp</i>.154re.12, cf. 167.32, <i>PHerm.Rees</i> 31.4, <i>PMich.Gagos</i> 83 (todos VI d.C.), [[ἀμεριμνία]] <i>SB</i> 8988.4 (VII d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[destructivamente]] como sinón. de φθαρτικῶς Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>32. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[disolvente]], [[que descompone]] τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne</i> Pl.<i>Ti</i>.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan</i> Hp.<i>Aph</i>.3.5<br /><b class="num">•</b>medic. [[resolutivo]] [[δύναμις]] ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, [[δύναμις]] ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.<i>Inc</i>.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente</i>, <i>PMerton</i> 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción</i> op. τὰ γεννητικά Phld.<i>D</i>.3.9.38, cf. S.E.<i>M</i>.9.10, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.333.23, (φῶς) οὐσία δ. σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión</i> Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης δ. τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.<i>in de An</i>.101.6<br /><b class="num">•</b>subst. (ἡ) δ. [[descomposición]], [[disociación]], [[acción de deshacer]] τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas</i> Pl.<i>Plt</i>.281a.<br /><b class="num">2</b> como método fil. [[que descompone en partes]] ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico</i> Ammon.<i>in Porph</i>.37.1.<br /><b class="num">II</b> en rel. con la mediación<br /><b class="num">1</b> [[conciliador]] de pers. Phld.<i>Mus</i>.4.18.32.<br /><b class="num">2</b> jur. [[de conciliación]] en procesos de divorcio, testamentos, etc. [[ἔγγραφος]] δ. ὁμολογία <i>PMasp</i>.154re.12, cf. 167.32, <i>PHerm.Rees</i> 31.4, <i>PMich.Gagos</i> 83 (todos VI d.C.), [[ἀμεριμνία]] <i>SB</i> 8988.4 (VII d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[destructivamente]] como sinón. de φθαρτικῶς Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλυτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ειδικευμένος στη [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> ο αναφερόμενος στη [[διάλυση]] προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διαλυτικά</i><br />οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν [[πάνω]] στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή [[προφορά]] τους από το προηγούμενο [[φωνήεν]] (π.χ. [[πραΰνω]], [[καΐκι]], haif, contigue)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαλαρωτικός]]<br /><b>2.</b> [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> η [[τάση]] ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]]. | |||
}} | }} |