Anonymous

διαλυτικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλυτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ειδικευμένος στη [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> ο αναφερόμενος στη [[διάλυση]] προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διαλυτικά</i><br />οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν [[πάνω]] στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή [[προφορά]] τους από το προηγούμενο [[φωνήεν]] (π.χ. [[πραΰνω]], [[καΐκι]], haif, contigue)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαλαρωτικός]]<br /><b>2.</b> [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> η [[τάση]] ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλυτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ειδικευμένος στη [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> ο αναφερόμενος στη [[διάλυση]] προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διαλυτικά</i><br />οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν [[πάνω]] στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή [[προφορά]] τους από το προηγούμενο [[φωνήεν]] (π.χ. [[πραΰνω]], [[καΐκι]], haif, contigue)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαλαρωτικός]]<br /><b>2.</b> [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> η [[τάση]] ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαλῠτικός:''' разлагающий, разрушительный (τινος Plat., Arst.).
}}
}}