εἰσβατός: Difference between revisions

10
(6_10)
(10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσβᾰτός''': -ή, -όν, [[προσιτός]], τῇ τόλμῃ Θουκ. 2. 41.
|lstext='''εἰσβᾰτός''': -ή, -όν, [[προσιτός]], τῇ τόλμῃ Θουκ. 2. 41.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἰσβατός]], -όν (AM)<br />(για χώρο) [[προσιτός]], αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μπει.
}}
}}