Anonymous

εἰσβατός: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσβατός]], -όν (AM)<br />(για χώρο) [[προσιτός]], αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μπει.
|mltxt=[[εἰσβατός]], -όν (AM)<br />(για χώρο) [[προσιτός]], αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μπει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσβᾰτός:''' -ή, -όν ([[εἰσβαίνω]]), ευκολοπλησίαστος, [[προσιτός]], σε Θουκ.
}}
}}