ἔννωθρος: Difference between revisions

12
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />medic. [[embotado]], [[ofuscado]], [[entorpecido]] ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες ([[ἐλαιόμελι]]) Dsc.1.31.
|dgtxt=-ον<br />medic. [[embotado]], [[ofuscado]], [[entorpecido]] ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες ([[ἐλαιόμελι]]) Dsc.1.31.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔννωθρος]], -ον (Α) [[νωθρός]]<br />αυτός που κατέχεται από [[νωθρότητα]], από [[νάρκη]], ναρκωμένος.
}}
}}