ἕννυμι: Difference between revisions

2,796 bytes added ,  29 September 2017
12
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. εἵνυμι<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. ind. ἕσσω <i>Od</i>.15.338, 16.79; aor. ind. 3<sup>a</sup> sg. ἕσσε <i>Il</i>.5.905, inf. ἕσσαι Thgn.1001, part. ἕσσας <i>Od</i>.14.396, med. ind. 3<sup>a</sup> sg. ἕσσατο <i>Il</i>.10.334, 3<sup>a</sup> plu. ἕσσαντο <i>Il</i>.14.383, ἕσαντο <i>Il</i>.20.150, arcad. subj. 3<sup>a</sup> sg. Ϝέσɛ̄τοι <i>Sokolowski</i> 2.32.1 (Arcadia V a.C.), inf. ἕσασθαι <i>Il</i>.24.646, ἕσσασθαι Hes.<i>Op</i>.536, Meropis 5, part. fem. ἑσσαμένη <i>h.Ven</i>.64, plu. Ϝεσσαμέναι Alcm.53; med. perf. ind. [[εἷμαι]] <i>Od</i>.19.72, <i>Od</i>.1.191, 24.250, part. masc. [[εἱμένος]] <i>Il</i>.15.308, neutr. plu. Ϝημένα Alcm.117, plusperf. 2<sup>a</sup> sg. ἕσσο <i>Il</i>.3.57, <i>Od</i>.16.199, 3<sup>a</sup> sg. ἕστο <i>Il</i>.23.67, <i>Od</i>.22.363, <i>Cypr</i>.4, ἕεστο <i>Il</i>.12.464, <i>h.Ven</i>.86, εἷστο Hsch., 3<sup>a</sup> plu. [[εἵατο]] <i>Il</i>.18.596, 3<sup>a</sup> du. ἕσθην <i>Il</i>.18.517]<br /><b class="num">I</b> tr. [[vestir]] c. doble ac. κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει te vestirá con un manto y una túnica</i>, <i>Od</i>.15.338, cf. 16.79, 396, τὸν δ' Ἥβη λοῦσεν, χαρίεντα δὲ εἵματα ἕσσε <i>Il</i>.5.905, λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροΐ <i>Od</i>.16.457.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[vestirse]], [[ponerse]], [[revestirse]] c. ac. int. etim. χρύσεια δὲ εἵματα ἕσθην ambos iban vestidos con áureas ropas</i>, <i>Il</i>.18.517, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα [[εἷμαι]] <i>Od</i>.19.72, 23.115, cf. 11.191, περὶ χροὶ εἵματα ἕστο <i>Il</i>.23.67, <i>Cypr</i>.l.c., cf. <i>h.Ven</i>.64, c. ac. int. no etim. ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἔννυτο <i>Od</i>.5.230, cf. Bio 2.7, χλαίνας εὖ εἱμένοι ἠδὲ χιτῶνας <i>Od</i>.15.331, cf. 5.229, Hes.l.c., χρὴ καλὰ (εἵματα) μὲν αὐτὴν ἕννυσθαι <i>Od</i>.6.28, cf. 16.199, 24.250, οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους <i>Il</i>.18.596, ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῖο λύκοιο <i>Il</i>.10.334, cf. Meropis 5, Alcm.l.c., πέπλον ... ἕεστο φαεινότερον πυρὸς αὐγῆς <i>h.Ven</i>.86, cf. Orph.<i>H</i>.43.6, λᾶδος Ϝημένα καλόν Alcm.117, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένη χρόα πέπλων λακίσματα vestida con andrajosos jirones de peplos sobre mi andrajoso cuerpo</i> E.<i>Tr</i>.496<br /><b class="num">•</b>frec. de armas ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν <i>Il</i>.14.383, cf. 12.464, 19.233, (ξυστὰ) κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ <i>Il</i>.15.389, τεύχεα ἑσσαμένω <i>Il</i>.23.803, abs. en anacoluto ἀσπίδες ... ἑσσάμενοι <i>Il</i>.14.372<br /><b class="num">•</b>fig. [[revestirse]] en v. pas. φρεσὶν [[εἱμένος]] ἀλκήν <i>Il</i>.20.381, ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶνα en ese caso, ya estarías vestido con pétrea túnica, e.e., lapidado</i>, <i>Il</i>.3.57, Luc.<i>Pisc</i>.5, de signos de divinidad y poder τι ήραν εἱμένη καλήν Archil.158.14.<br /><b class="num">2</b> [[envolverse en]], [[cubrirse]], [[taparse]] χλαίνας τ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι y colocar (en los catres) mantas de lana por encima para taparse</i>, <i>Il</i>.24.646, <i>Od</i>.4.299, ἠέρα ἑσσαμένω envueltos los dos en bruma</i>, <i>Il</i>.14.282, cf. <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.938.6, [[εἱμένος]] ὤμοιιν νεφέλην <i>Il</i>.15.308, τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον [[εἱμένος]] S.<i>OC</i> 1701.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *Ϝεσ-νυ-μι a partir de una r. ide. *<i>u̯es</i>-, cf. arm. <i>z-genum</i> ‘vestirse’, y c. otro tipo de pres. gr. [[εἷμαι]], ai. <i>váste</i>, het. imperat. act. 2<sup>a</sup> plu. <i>veš-ten</i>.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. εἵνυμι<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. ind. ἕσσω <i>Od</i>.15.338, 16.79; aor. ind. 3<sup>a</sup> sg. ἕσσε <i>Il</i>.5.905, inf. ἕσσαι Thgn.1001, part. ἕσσας <i>Od</i>.14.396, med. ind. 3<sup>a</sup> sg. ἕσσατο <i>Il</i>.10.334, 3<sup>a</sup> plu. ἕσσαντο <i>Il</i>.14.383, ἕσαντο <i>Il</i>.20.150, arcad. subj. 3<sup>a</sup> sg. Ϝέσɛ̄τοι <i>Sokolowski</i> 2.32.1 (Arcadia V a.C.), inf. ἕσασθαι <i>Il</i>.24.646, ἕσσασθαι Hes.<i>Op</i>.536, Meropis 5, part. fem. ἑσσαμένη <i>h.Ven</i>.64, plu. Ϝεσσαμέναι Alcm.53; med. perf. ind. [[εἷμαι]] <i>Od</i>.19.72, <i>Od</i>.1.191, 24.250, part. masc. [[εἱμένος]] <i>Il</i>.15.308, neutr. plu. Ϝημένα Alcm.117, plusperf. 2<sup>a</sup> sg. ἕσσο <i>Il</i>.3.57, <i>Od</i>.16.199, 3<sup>a</sup> sg. ἕστο <i>Il</i>.23.67, <i>Od</i>.22.363, <i>Cypr</i>.4, ἕεστο <i>Il</i>.12.464, <i>h.Ven</i>.86, εἷστο Hsch., 3<sup>a</sup> plu. [[εἵατο]] <i>Il</i>.18.596, 3<sup>a</sup> du. ἕσθην <i>Il</i>.18.517]<br /><b class="num">I</b> tr. [[vestir]] c. doble ac. κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει te vestirá con un manto y una túnica</i>, <i>Od</i>.15.338, cf. 16.79, 396, τὸν δ' Ἥβη λοῦσεν, χαρίεντα δὲ εἵματα ἕσσε <i>Il</i>.5.905, λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροΐ <i>Od</i>.16.457.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[vestirse]], [[ponerse]], [[revestirse]] c. ac. int. etim. χρύσεια δὲ εἵματα ἕσθην ambos iban vestidos con áureas ropas</i>, <i>Il</i>.18.517, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα [[εἷμαι]] <i>Od</i>.19.72, 23.115, cf. 11.191, περὶ χροὶ εἵματα ἕστο <i>Il</i>.23.67, <i>Cypr</i>.l.c., cf. <i>h.Ven</i>.64, c. ac. int. no etim. ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἔννυτο <i>Od</i>.5.230, cf. Bio 2.7, χλαίνας εὖ εἱμένοι ἠδὲ χιτῶνας <i>Od</i>.15.331, cf. 5.229, Hes.l.c., χρὴ καλὰ (εἵματα) μὲν αὐτὴν ἕννυσθαι <i>Od</i>.6.28, cf. 16.199, 24.250, οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους <i>Il</i>.18.596, ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῖο λύκοιο <i>Il</i>.10.334, cf. Meropis 5, Alcm.l.c., πέπλον ... ἕεστο φαεινότερον πυρὸς αὐγῆς <i>h.Ven</i>.86, cf. Orph.<i>H</i>.43.6, λᾶδος Ϝημένα καλόν Alcm.117, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένη χρόα πέπλων λακίσματα vestida con andrajosos jirones de peplos sobre mi andrajoso cuerpo</i> E.<i>Tr</i>.496<br /><b class="num">•</b>frec. de armas ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν <i>Il</i>.14.383, cf. 12.464, 19.233, (ξυστὰ) κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ <i>Il</i>.15.389, τεύχεα ἑσσαμένω <i>Il</i>.23.803, abs. en anacoluto ἀσπίδες ... ἑσσάμενοι <i>Il</i>.14.372<br /><b class="num">•</b>fig. [[revestirse]] en v. pas. φρεσὶν [[εἱμένος]] ἀλκήν <i>Il</i>.20.381, ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶνα en ese caso, ya estarías vestido con pétrea túnica, e.e., lapidado</i>, <i>Il</i>.3.57, Luc.<i>Pisc</i>.5, de signos de divinidad y poder τι ήραν εἱμένη καλήν Archil.158.14.<br /><b class="num">2</b> [[envolverse en]], [[cubrirse]], [[taparse]] χλαίνας τ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι y colocar (en los catres) mantas de lana por encima para taparse</i>, <i>Il</i>.24.646, <i>Od</i>.4.299, ἠέρα ἑσσαμένω envueltos los dos en bruma</i>, <i>Il</i>.14.282, cf. <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.938.6, [[εἱμένος]] ὤμοιιν νεφέλην <i>Il</i>.15.308, τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον [[εἱμένος]] S.<i>OC</i> 1701.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *Ϝεσ-νυ-μι a partir de una r. ide. *<i>u̯es</i>-, cf. arm. <i>z-genum</i> ‘vestirse’, y c. otro tipo de pres. gr. [[εἷμαι]], ai. <i>váste</i>, het. imperat. act. 2<sup>a</sup> plu. <i>veš-ten</i>.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἕννυμι]] και ἑννύω, ιων. τ. [[εἵνυμι]] και εἱνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]] κάποιον με [[κάτι]] (ενδύματα, [[ασπίδα]], [[πανοπλία]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, [[φορώ]] [[κάτι]] («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα [[εἷμαι]]» — έχω φορέσει στο [[σώμα]] μου παλιόρουχα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκεπάζω]] το [[σώμα]] μου, σκεπάζομαι, καλύπτομαι («ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾱς σκότον εἵμενος» — ω εσύ, που έχεις σκεπαστεί με το αιώνιο [[σκοτάδι]] του Άδη, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αττικός]] ενεστώτας <i>έννῡμι</i> και ο ιων. <i>είνῡμι</i> προέρχονται από τ. <i>Fεσ</i>-<i>νῡ</i>-<i>μι</i> και ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wes</i>- «[[ντύνω]], [[φορώ]]», που αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη σε -<i>es</i>- [[μορφή]] της ρίζας <i>eu</i>-, η οποία απαντά στα λατ. <i>ex</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ξεντύνω]]», <i>ind</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ντύνω]]». Η ύπαρξη [[διπλού]] -<i>ν</i>- στο [[έννυμι]], που οφείλεται σε [[αφομοίωση]] του -<i>σ</i>- [[προς]] το -<i>ν</i>-, αποτελεί βασικό [[φαινόμενο]] της αττικής διαλέκτου για λέξεις [[αυτού]] του τύπου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζών</i>-<i>νῡμι</i>, <i>σβέν</i>-<i>νῡμι</i>). Ο ελλ. τ. αντιστοιχεί ακριβώς στο αρμεν. <i>z</i>-<i>genum</i> «ντύνομαι», ενώ η Ινδο-ιρανική και η Χεττ. εμφανίζουν τύπους αθέματου ριζικού ενεστώτα (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>vaste</i> «ντύνεται», β' πληθ. ενεργητ. προστ. χεττ. <i>veš</i>-<i>ten</i>, γ' εν. οριστ. μέσου ενεστώτα <i>veš</i>-<i>tα</i>), που αντιστοιχεί στον ομηρικό τ. [[είμαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεσ</i>-<i>μαι</i>), [[μολονότι]] η μτχ. <i>ειμένος</i> δείχνει ότι ο τ. λειτουργεί ως παρακμ. Τέλος, με τη [[ρίζα]] του [[έννυμι]] συνδέονται και οι λέξεις [[έσθος]], <i>εσθής</i> (-<i>ήτος</i>), [[είμα]], [[ιμάτιο]], <i>αμφίεσις</i>].
}}
}}