ἔξαρμος: Difference between revisions

12
(6_17)
(12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξαρμος''': -ον, ἔχων τὰ [[μέλη]] ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.
|lstext='''ἔξαρμος''': -ον, ἔχων τὰ [[μέλη]] ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔξαρμος]], -ον (Α) [[αρμός]]<br />αυτός που έχει εξαρμοσμένα τα [[μέλη]], ο εξαρθρωμένος.
}}
}}