ἔξαρμος

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαρμος Medium diacritics: ἔξαρμος Low diacritics: έξαρμος Capitals: ΕΞΑΡΜΟΣ
Transliteration A: éxarmos Transliteration B: exarmos Transliteration C: eksarmos Beta Code: e)/carmos

English (LSJ)

ἔξαρμον, with dislocated limbs, v.l. in Lyd.Mag.3.57.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαρμος: -ον, ἔχων τὰ μέλη ἐξηρθρωμένα, Ἰωάνν. Λυδ. 251. 3.

Greek Monolingual

ἔξαρμος, -ον (Α) αρμός
αυτός που έχει εξαρμοσμένα τα μέλη, ο εξαρθρωμένος.