ἑορταστής: Difference between revisions

12
(6_19)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑορταστής''': -οῦ, ὁ ἑορτάζων, ὁ πανηγυρίζων, Μάξ. Τύρ. 6. 8, [[Πολυδ]]. Α΄, 34.
|lstext='''ἑορταστής''': -οῦ, ὁ ἑορτάζων, ὁ πανηγυρίζων, Μάξ. Τύρ. 6. 8, [[Πολυδ]]. Α΄, 34.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εορτάστρια) (AM [[ἑορταστής]]) [[εορτάζω]]<br />αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε [[εορτή]].
}}
}}