ἑορταστής
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ἑορταστοῦ, ὁ, reveller, Poll.1.34, Max.Tyr.6.8 (pl.), Procop.Aed.1.10.
German (Pape)
[Seite 892] ὁ, der Feiernde, Poll. 2, 34, Sp. ἑορταστικός, zum Feste gehörig, festlich; μάχαι Plat. Legg. VIII, 829 b; ἡμέρα, Feiertag, Luc. Am. 1; Alciphr. 3, 57.
Greek (Liddell-Scott)
ἑορταστής: -οῦ, ὁ ἑορτάζων, ὁ πανηγυρίζων, Μάξ. Τύρ. 6. 8, Πολυδ. Α΄, 34.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εορτάστρια) (AM ἑορταστής) εορτάζω
αυτός που λαμβάνει μέρος σε εορτή.