ἐπαρχικός: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la province, provincial.<br />'''Étymologie:''' [[ἔπαρχος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la province, provincial.<br />'''Étymologie:''' [[ἔπαρχος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαρχικός]], -ή, -όν (Α) [[έπαρχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική [[εξουσία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει, κατοικεί στην [[επαρχία]] («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}