3,276,318
edits
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la province, provincial.<br />'''Étymologie:''' [[ἔπαρχος]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne la province, provincial.<br />'''Étymologie:''' [[ἔπαρχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαρχικός]], -ή, -όν (Α) [[έπαρχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική [[εξουσία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει, κατοικεί στην [[επαρχία]] («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |