ἐπεισοδιώδης: Difference between revisions

13
(6_7)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισοδιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύνδετος]], [[ἀσύναπτος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 9. ΙΙ. [[πλήρης]] ἐπεισοδίων, [[λέγω]] δὲ ἐπεισοδιώδη μῦθον ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετάλληλα οὔτ’ εἰκὸς οὔτ’ [[ἀνάγκη]] [[εἶναι]] ὁ αὐτὸς ἐν τῇ Ποιητ. 9. 11.
|lstext='''ἐπεισοδιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύνδετος]], [[ἀσύναπτος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 9. ΙΙ. [[πλήρης]] ἐπεισοδίων, [[λέγω]] δὲ ἐπεισοδιώδη μῦθον ἐν ᾧ τὰ ἐπεισόδια μετάλληλα οὔτ’ εἰκὸς οὔτ’ [[ἀνάγκη]] [[εἶναι]] ὁ αὐτὸς ἐν τῇ Ποιητ. 9. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισοδιώδης]], -ες (Α) [[επεισόδιο]]<br /><b>1.</b> παραφορτωμένος με επεισόδια («τῶν δὲ ἁπλῶν μύθων καὶ πράξεων αἱ ἐπεισοδιώδεις εἰσὶν χείριστοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασύνδετος]], [[ασυνάρτητος]] λογικά.
}}
}}