ἐπιμελητικός: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à prendre soin de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />porté à prendre soin de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμελητικός]], -ή, -όν (Α) [[επιμελητής]]<br /><b>1.</b> ο [[αρμόδιος]] ή [[ικανός]] να φροντίζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιμελητική</i>, <i>τὸ ἐπιμελητικόν</i><br />η [[επιμέλεια]], η [[φροντίδα]].
}}
}}