3,274,916
edits
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιμελητικός]], -ή, -όν (Α) [[επιμελητής]]<br /><b>1.</b> ο [[αρμόδιος]] ή [[ικανός]] να φροντίζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιμελητική</i>, <i>τὸ ἐπιμελητικόν</i><br />η [[επιμέλεια]], η [[φροντίδα]]. | |mltxt=[[ἐπιμελητικός]], -ή, -όν (Α) [[επιμελητής]]<br /><b>1.</b> ο [[αρμόδιος]] ή [[ικανός]] να φροντίζει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιμελητική</i>, <i>τὸ ἐπιμελητικόν</i><br />η [[επιμέλεια]], η [[φροντίδα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιμελητικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να διευθύνει, [[διευθυντικός]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |