ἐπίλεκτος: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />choisi, de choix ; [[οἱ]] ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλέγω]]¹.
|btext=ος, ον :<br />choisi, de choix ; [[οἱ]] ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλέγω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίλεκτος]], -ον) [[επιλέγω]]<br />[[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που γίνεται με [[φροντίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για στρατιώτες) α) αυτός που κατατάχθηκε [[μετά]] από [[επιλογή]]<br />β) [[έκτακτος]].
}}
}}