ἐπιορκία: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />faux serment, parjure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίορκος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />faux serment, parjure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίορκος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιορκία]]) [[επίορκος]]<br />[[ψεύτικος]] όρκος, [[καταπάτηση]] όρκου, [[αθέτηση]] ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ποιν. δίκ.) η εκούσια [[αθέτηση]] υπόσχεσης που δόθηκε για την [[εκπλήρωση]] μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε ενώπιον δικαστηρίου με όρκο ή [[χειραψία]].
}}
}}