3,274,159
edits
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />faux serment, parjure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίορκος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />faux serment, parjure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίορκος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐπιορκία]]) [[επίορκος]]<br />[[ψεύτικος]] όρκος, [[καταπάτηση]] όρκου, [[αθέτηση]] ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ποιν. δίκ.) η εκούσια [[αθέτηση]] υπόσχεσης που δόθηκε για την [[εκπλήρωση]] μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε ενώπιον δικαστηρίου με όρκο ή [[χειραψία]]. | |||
}} | }} |