Anonymous

ἐπιορκία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιορκία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ψευδὴς]] [[ὅρκος]], Λάτ. perjuria, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 4· ἐν τῷ πλήθ., Πλάτ. Γοργ. 524Ε· πρὸς τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· ἐπ. προσφέρεσθαι Δημ. 409. 21.
|lstext='''ἐπιορκία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ψευδὴς]] [[ὅρκος]], Λάτ. perjuria, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 4· ἐν τῷ πλήθ., Πλάτ. Γοργ. 524Ε· πρὸς τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· ἐπ. προσφέρεσθαι Δημ. 409. 21.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />faux serment, parjure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίορκος]].
}}
}}