ἐπιπόρπημα: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement agrafé sur l’épaule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πόρπη]].
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement agrafé sur l’épaule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πόρπη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπόρπημα]], τὸ (Α) [[επιπορπούμαι]]<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]] που πορπώνεται, στερεώνεται με [[πόρπη]] στους ώμους, [[επενδύτης]], [[είδος]] πανωφοριού<br /><b>2.</b> [[μανδύας]], [[ενδυμασία]] κιθαρωδού<br /><b>3.</b> [[στολίδι]] της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.
}}
}}