Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιπόρπημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιπόρπημα''': Δωρ. -ᾱμα, τό, ὡς τὸ [[ἐμπερόνημα]], πᾶν [[ἔνδυμα]] κομβωνόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, ἰδίως μανδύας, ἐνδυμασία κιθαρῳδοῦ, ὡς [[Πλάτων]] ὁ Κωμικ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 2, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. περονατρίς.
|lstext='''ἐπιπόρπημα''': Δωρ. -ᾱμα, τό, ὡς τὸ [[ἐμπερόνημα]], πᾶν [[ἔνδυμα]] κομβωνόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, ἰδίως μανδύας, ἐνδυμασία κιθαρῳδοῦ, ὡς [[Πλάτων]] ὁ Κωμικ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 2, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. περονατρίς.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement agrafé sur l’épaule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πόρπη]].
}}
}}