3,242,429
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπόρπημα''': Δωρ. -ᾱμα, τό, ὡς τὸ [[ἐμπερόνημα]], πᾶν [[ἔνδυμα]] κομβωνόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, ἰδίως μανδύας, ἐνδυμασία κιθαρῳδοῦ, ὡς [[Πλάτων]] ὁ Κωμικ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 2, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. περονατρίς. | |lstext='''ἐπιπόρπημα''': Δωρ. -ᾱμα, τό, ὡς τὸ [[ἐμπερόνημα]], πᾶν [[ἔνδυμα]] κομβωνόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, ἰδίως μανδύας, ἐνδυμασία κιθαρῳδοῦ, ὡς [[Πλάτων]] ὁ Κωμικ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 2, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. περονατρίς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement agrafé sur l’épaule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πόρπη]]. | |||
}} | }} |