ἐπιτάρροθος: Difference between revisions

14
(Autenrieth)
(14)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[ἐπίρροθος]]): [[helper]]. (Il. and Od. 24.182.)
|auten=(cf. [[ἐπίρροθος]]): [[helper]]. (Il. and Od. 24.182.)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτάρροθος]], ὁ, επικ. τ. [[αντί]] [[ἐπίρροθος]] (Α)<br /><b>1.</b> (κυρ. για θεούς) [[βοηθός]], [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]] («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυρίαρχος]], [[ηγεμόνας]], [[κύριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια [[σχέση]] με το [[επίρροθος]] «[[βοηθός]]», η οποία όμως δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].
}}
}}