Anonymous

ἐπιτάρροθος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτάρροθος]], ὁ, επικ. τ. [[αντί]] [[ἐπίρροθος]] (Α)<br /><b>1.</b> (κυρ. για θεούς) [[βοηθός]], [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]] («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυρίαρχος]], [[ηγεμόνας]], [[κύριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια [[σχέση]] με το [[επίρροθος]] «[[βοηθός]]», η οποία όμως δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].
|mltxt=[[ἐπιτάρροθος]], ὁ, επικ. τ. [[αντί]] [[ἐπίρροθος]] (Α)<br /><b>1.</b> (κυρ. για θεούς) [[βοηθός]], [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]] («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυρίαρχος]], [[ηγεμόνας]], [[κύριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια [[σχέση]] με το [[επίρροθος]] «[[βοηθός]]», η οποία όμως δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτάρροθος:''' ὁ, ἡ, Επικ. αντί [[ἐπίρροθος]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αρωγός]], [[βοηθός]], [[υπερασπιστής]], [[σύμμαχος]], σε Όμηρ.· <i>μάχης ἐπ</i>., στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίαρχος]], [[κύριος]], Χρησμ. παρ' Ηρόδ.
}}
}}