ἑτερορρεπής: Difference between revisions

14
(Bailly1_2)
(14)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui fait pencher la balance tantôt d’un côté, tantôt de l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ῥέπω]].
|btext=ής, ές :<br />qui fait pencher la balance tantôt d’un côté, tantôt de l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ῥέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτερορρεπής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[εξίσου]] [[προς]] το ένα ή το [[άλλο]] [[μέρος]], ο [[αμερόληπτος]], ο [[δίκαιος]] («[[Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την [[κρίση]] της νόσου<br /><b>3.</b> [[μονομερής]], [[μεροληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτερορρεπῶς</i> (ΑΜ)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>ρρεπής</i>, <i>επι</i>-<i>ρρεπής</i>].
}}
}}