Anonymous

ἑτερορρεπής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερορρεπής''': -ές, ῥέπων ἐξ ἴσου πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], ἀμερόληπτος, [[δίκαιος]], [[Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς. ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκ. 403. ΙΙ. = [[ἑτερόρροπος]], ἐπὶ ἀσθενῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ κρίσει τῆς νόσου, Ἱππ. 399. 55· [[οὕτως]] ἑτ. [[ζήτημα]] Ἑρμογ. - Ἐπίρρ. -πῶς, [[Πολυδ]]. Δ΄, 172. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑτερορρεπὲς· ἐπὶ τὸ ἕτερον ῥέπον καὶ βαροῦν».
|lstext='''ἑτερορρεπής''': -ές, ῥέπων ἐξ ἴσου πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], ἀμερόληπτος, [[δίκαιος]], [[Ζεὺς]] [[ἑτερορρεπής]], νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς. ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκ. 403. ΙΙ. = [[ἑτερόρροπος]], ἐπὶ ἀσθενῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ κρίσει τῆς νόσου, Ἱππ. 399. 55· [[οὕτως]] ἑτ. [[ζήτημα]] Ἑρμογ. - Ἐπίρρ. -πῶς, [[Πολυδ]]. Δ΄, 172. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑτερορρεπὲς· ἐπὶ τὸ ἕτερον ῥέπον καὶ βαροῦν».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui fait pencher la balance tantôt d’un côté, tantôt de l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ῥέπω]].
}}
}}